- υποθηλυς
- ὑπόθηλυςὑπό-θηλυς3немного женственный, т.е. изнеженный, утонченный
(διάλεκτος ὑποθηλυτέρα Arph. ap. Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διάλεκτος ὑποθηλυτέρα Arph. ap. Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπόθηλυς — εια, υ, Α ο κάπως θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θῆλυς] … Dictionary of Greek
θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… … Dictionary of Greek